Δίλημμα
Το δίλημμα.
Δεν το περίμενε. Δηλαδή, το ότι ίσως θα εμφανιζόταν κάποιας μορφής δίλημμα θα μπορούσε να πει κανείς ότι το ανέμενε. Πίστευε βέβαια ότι το θέμα είχε παγώσει κι ότι δεν επρόκειτο να ξαναασχοληθεί ή να ειδοποιηθεί. Όμως ακόμη και να γινόταν αυτό, (πίστευε ότι) γνώριζε πώς θα αντιδρούσε. Ικανοποιημένος που θα είχε πετύχει το στόχο του και θα είχε αυτεπιβεβαιωθεί σε μεγάλο βαθμό, θα έλεγε ένα ευγενικό και κάπως αφ'υψηλού "όχι" και θα συνέχιζε την προδιαγεγραμμένη (;) πορεία του.
Όταν τελικά ήρθε η ειδοποίηση, η πρώτη του αντίδραση ήταν ελαφρώς μουδιασμένη. Αντί να αρνηθεί ευθέως, όπως φανταζόταν ως τότε ότι θα έπραττε, ζήτησε κάποιο χρόνο να το σκεφτεί δεδομένου ότι, όπως δικαιολογήθηκε, "οι υπάρχουσες συνθήκες έχουν αισθητά βελτιωθεί και ως εκ τούτου θα ήταν ίσως το πιο συμφέρον να μην μετακινηθεί από την παρούσα θέση", δικαιολογία η οποία ίσχυε ουσιαστικά κατ'ελάχιστο βαθμό. Παρ'όλα αυτά ζητούσε χρόνο έτσι ώστε να "μελετηθούν και αναλυθούν πιο μεθοδικά τα υπέρ και τα κατά της κάθε κατάστασης και έτσι να προέκυπτε μια ώριμη απόφαση". Του δόθηκαν 2 μέρες. Έκπληκτος έμαθε ότι οι διαδικασίες είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά. Είχε ληφθεί ως δεδομένο η θετική του απάντηση. Το ότι παρουσιάστηκε σκεπτικός και ζήτησε κάποιο περιθώριο χρόνου εξέπληξε αρκετά την άλλη πλευρά, όμως όχι περισσότερο από όσο εξέπληξε τον ίδιο. "Μάλλον περίμενα να προσφερθεί χαμηλότερο αντάλλαγμα, γι'αυτό και ξαφνιάστηκα", συμπέρανε. Όπως και να'χε μετά από 2 ημέρες θα εισέπρατταν την τελική του άρνηση και η ιστορία αυτή θα τερματιζόταν.
Οι 2 ημέρες πέρασαν. Το πρωί ξύπνησε και παραδέχτηκε ότι προβληματιζόταν πέρα από όσο θα μπορούσε να το θεωρεί φυσικό ο ίδιος. Όσο η ώρα της εκ νέου επικοινωνίας (εκεί όπου υποτίθεται θα διατύπωνε τη ρητή και κατηγορηματική του άρνηση) πλησίαζε τόσο οι αμφιβολίες τον ζύγωναν. Δεν είχε σκοπό να το κάνει, αλλά το συζήτησε με δύο άτομα που συμπαθούσε κι εμπιστευόταν πολύ, κι αυτή ήταν μια ακόμη πράξη του που τον προβλημάτισε. Ο ένας διατύπωσε άμεσα και ξεκάθαρα την άποψη του, ο άλλος (που ήταν πάντως πιο λεπτή η θέση του) συγκαλυμμένα. Τον συμβούλευσαν ότι μάλλον το πιο σωστό βήμα για εκείνον θα ήταν να μετακινηθεί. Τα φίδια άρχιζαν να τον ζώνουν ακόμη πιο πολύ. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το ζήτημα τον απασχολούσε πλέον έντονα. Άρχιζε να αμφιταλαντεύεται και στο χρονικό αυτό σημείο κυρήχθηκε η έναρξη μιας εντονότατης εσωτερικής διαμάχης σχετικά με το τι όφειλε να πράξει. Οριοθέτησε τον άμεσο στόχο του: ήθελε κι άλλο χρόνο να το σκεφτεί. Ακολουθούσε Σαββατοκύριακο και ήθελε να το εκμεταλλευτεί για να αναλογιστεί πλέον σοβαρά τα υπέρ και τα κατά της κάθε απόφασης. Επικοινώνησε. Η παράταση χρόνου του δόθηκε. Η άλλη πλευρά βρήκε την ευκαιρία να επιδοθεί σε μια σύντομη επιχειρηματολογία προκειμένου να τονίσει πόσο επιθυμητός ήταν αφού είχαν εκτιμηθεί τα προσόντα του και η ηλικία του, καθώς και του εξέθεσε όλα τα οφέλη που θα αποκόμιζε αν έκανε το μεγάλο βήμα και αποχωρούσε από την τωρινή του θέση για να μεταπηδήσει σε εκείνους. Ο προβληματισμός του εντάθηκε. Του ήταν πλεόν αδύνατο να υποκριθεί πως δεν υφίστατο κανένα δίλημμα. Έπρεπε να το σκεφτεί πολύ πολύ σοβαρά πλέον καθώς άρχιζαν να εμφανίζονται να συνοδεύουν την απόφαση μετακίνησης του σημαντικότατα πλεονεκτήματα, που δεν τα είχε αναλογιστεί προηγουμένως ή τα είχε υποτιμήσει πλήρως. Ευτυχώς η μέρα εκείνη ήταν αρκετά χαλαρή λόγω κάποιας γιορτής κι έτσι κατόρθωσε να διατηρήσει μια σχετική ηρεμία.
Το Σαββατοκύριακο που ακολούθησε στάθηκε ένα διαρκές μαρτύριο για εκείνον. Εξέταζε κάθε λεπτό που περνούσε εκατοντάδες φορές τα υπέρ και τα κατά της κάθε απόφασης. Αυτό όμως ή εσωτερική αντιπαράθεση επιχειρημάτων δεν γινόταν με νηφαλιότητα, αποστασιοποίηση και ψυχραιμία. Αντίθετα, η διαμάχη που είχε ξεκινήσει εντός του την προηγούμενη ημέρα είχε πλέον φουντώσει για τα καλά κι είχε εξελιχθεί σε μια απίστευτη θύελλα που τον κατέτρωγε και τον λύγιζε. Μάταια προσπαθούσε να ηρεμήσει και να καταλήξει κάπου, ήταν απλώς αδύνατο. Τη μία φορά καθόταν επί δύο ώρες στον καναπέ του ακούνητος, αμίλητος κι ανέκφραστος. Θύμιζε έντονα τον Μπιλ Μάρρεϋ σ'εκείνες τις σκηνές από τα Τσακισμένα Λουλούδια όπου καθόταν με το ίδιο αξιολύπητο, καταθλιπτικό ύφος στον καναπέ του επί ώρα αμέτρητη. Την άλλη, περπατούσε πάνω κάτω στο σπίτι του ασταμάτητα έχοντας διανύσει απόσταση ίσως χιλιομέτρων ενώ η σκέψη του γύριζε αενάως στα ίδια μονοπάτια και κατέληγε αναπόφευκτα στα ίδια αδιέξοδα. Ένιωθε σα να είχε παγιδευτεί σε ένα βρόχο θετικής ανάδρασης όπου κάθε επανάληψη δυνάμωνε την αντίφαση και την αμφιβολία, αντί να την εξασθενεί. Ήταν όπως όταν θες να βγάλεις ένα αγκάθι αχινού από το πόδι σου και η προσπάθεια σου αυτή καταλήγει τελικά στο αντίστροφο αποτέλεσμα, να το σπρώξει δηλαδή ακόμη πιο βαθιά. Κι ενώ από τη μία ήθελε να περάσει ο χρόνος για να φτάσει το πρωί της Δευτέρας και να αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να επιλύσει το δίλημμα και να σταματήσει η τυραννία του, από την άλλη ευχόταν να είχε στη διάθεση του περισσότερο χρόνο έτσι ώστε, όχι να επεξεργαζόταν καλύτερα τις παραμέτρους και τον αντίκτυπο που θα είχε η κάθε επιλογή, αφού ούτως ή άλλως αυτή η επεξεργασία είχε ήδη γίνει πάρα πολλές φορές διεξοδικά σε διάστημα 2 ημερών, αλλά για να αργούσε να φτάσει (ή και να μην ερχόταν ποτέ) εκείνη η ανεπιθύμητη στιγμή που θα υποχρεωνόταν να απορρίψει τη μια από τις δύο επιλογές του. Κι αυτό γιατί ένιωθε ότι οι Ερινύες του εναλλακτικού μέλλοντος που θα χανόταν αναπόφευκτα, ως συνέπεια της απόρριψης εκ μέρους του μιας εκ των δύο αμοιβαία αποκλειομένων επιλογών, θα τον κυνηγούσαν για αρκετό καιρό. Βλέπετε, το κάθε ένα από τα δύο αυτά εναλλακτικά μέλλοντα που συνδεόταν άρρηκτα με την αντίστοιχη επιλογή υποσχόταν πολλά.
Το ένα ήταν μια χρονικη παρέκταση αυτού που ήδη βίωνε και του προσέφερε η υπάρχουσα θέση που κατείχε. Το βασικό πλεονέκτημα σε αυτήν την περίπτωση ήταν μια μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων κι επιλογών. Όντας μην έχοντας καταλήξει ως προς τους ακριβείς του στόχους σε αυτή τη ζωή (προς το παρόν μόνο ένα ασαφές περίγραμμα υπήρχε στο μυαλό του) δεν ήθελε να δεσμευτεί εξ ολοκλήρου κάπου όπου εκ των υστέρων πιθανότατα θα ένιωθε παγιδευμένος και θα είχε χάσει πολύτιμο χρόνο. Από την άλλη πολλή στασιμότητα άρχιζε να συσσωρεύεται και φοβόταν το βάλτωμα και το τέλμα που κάποια στιγμή μοιραία θα επήρχετο.
Το άλλο ήταν πολλά υποσχόμενο ως προς τη σταδιοδρομία του. Τη συγκεκριμένη θέση την περιέβαλε σαφώς περισσότερο κύρος απ'ότι την τρέχουσα. Οι πρροπτικές ήταν πολύ ευοίωνες. Όμως απαιτούσε σχεδόν πλήρη αφοσίωση εκ μέρους του, κάτι που δεν γνώριζε αν ήταν έτοιμος να το κάνει στο συγκεκριμένο στάδιο της ζωής του. Επίσης μπορεί να είχε συμβολή στην βελτίωση της προσωπικής του ζωής μπορεί όμως και να την χαντάκωνε ακόμη περισσότερο, τα δύο αυτά ενδεχόμενα προέβαλαν εξίσου πιθανά.
Το βράδυ της Κυρίακής προς Δευτέρα ο ύπνος του ήταν εξαιρετικά ταραγμένος. Κοιμήθηκε λιγοστές ώρες, όντας υπεραγχωμένος και τα όνειρα του ήταν εφιαλτικά με ρεαλιστικό τρόπο και ρεαλιστικά με εφιαλτικό τρόπο (ότι χειρότερο για ένα όνειρο να είναι ρεαλιστικό), θυμίζοντας έντονα καφκικό μυθιστόρημα.
Ξύπνησε πολύ πριν σημάνει το ξυπνητήρι. Ήταν πρωί Δευτέρας. Ετοιμάστηκε με μηχανικές κινήσεις, σαν ρομπότ. Το μυαλό του θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Πίεσε τον εαυτό του να συνέλθει. Έπρεπε να κατασταλάξει, να αποφασίσει. Με βαθιά απογοήτευση έβλεπε τον εαυτό του να διολισθαίνει σε ανορθόδοξες μεθόδους, σε ψυχαναγκαστικά "παιχνίδια": Μια τρίχα ήταν κολλημένη στο βάθος της λεκάνης της τουαλέτας του, λίγο πιο πάνω από εκεί που βρισκόταν η επιφάνεια του νερού. Τράβηξε το καζανάκι. Περίμενε να καταλαγιάσει και πάλι το νερό και να βρεθεί η επιφάνεια του στο προηγούμενο ύψος της. Παρατήρησε ότι η τρίχα παρέμεινε πεισματικά κολλημένη στο ίδιο σημείο. Έφτυσε προς το μέρος της. Η τρίχα δεν έφυγε, αλλά πήρε το σχήμα ενός αντεστραμμένου 6 όπως την κοίταζε. Για κάποιο λόγο, έπιασε τον εαυτό του να το εκλαμβάνει ως "σημάδι" ότι πρέπει να παραμείνει στην ίδια θέση. Σκέφτηκε ότι άλλοτε θα μάλωνε τον εαυτό του που σκέφτεται τέτοιες βλακείες αλλά ούτε αυτό δεν είχε το κουράγιο να κάνει. Βιαστικά τώρα ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες του και βγήκε από το σπίτι, κλείδωσε, κατέβηκε στο πάρκινγκ, μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε.
Στο δρόμο το αποφάσισε. Θα έμενε. Γιατί? Μπορούσε να σκεφτεί δεκάδες λόγους που θα δικαιολογούσαν είτε τη μία είτε την άλλη επιλογή και το είχε ήδη κάνει ατέλειωτες φορές τις προηγούμενες ημέρες. Όμως έκείνη τη στιγμή η απάντηση στο ερωτηματικό γιατί ήταν ένα ξερό : "Γιατί έτσι".
Έφτασε. Ανέβηκε επίτηδες με το ασανσέρ, που δεν το χρησιμοποιούσε σχεδόν ποτέ, προτιμούσε τις σκάλες στις εντός του κτιρίου μετακινήσεις του για να μη σκουριάσει εντελώς. Ήθελε όμως εκείνη την ημέρα να δει τον εαυτό του να αντανακλάται εμπρός και πίσω σε άπειρα είδωλα στους δύο αντικριστόυς καθρέφτες του κουβουκλίου. Όπως ο Νίο στο Μάτριξ. Οι λόγοι αυτής του της ασυνήθιστης παρόρμησης ήταν μάλλον ασυνείδητοι και ψυχολογικοί. Ήθελε ίσως να έχει μια ψευδαίσθηση ότι είναι άτρωτος και αλάνθαστος. Κι ο ένας εαυτός να έκανε τη λάθος επιλογή, οπωσδήποτε κάποιος άλλος σε ένα παράλληλο σύμπαν θα έκανε τη σωστή.
Το γραφείο ήταν ως συνήθως μια ογκώδης και χαώδης μάζα από χαρτιά και φακέλους. Σε όποιον του έκανε παρατήρηση, απαντούσε συνήθως ότι το να τα έχει έτσι χύμα τον βολεύει πολύ καλύτερα. Είχε φτάσει σχετικά νωρίς και στον τελευταίο όροφο βρισκόταν μόνο αυτός κι η καθαρίστρια.
Κάθησε στην καρέκλα. Ακούμπησε τους αγκώνες του στο γραφείο στηρίζοντας με τα χέρια του το πρόσωπό του και κοίταζε σταθερά τη συσκευή του τηλεφώνου για κανά πεντάλεπτο. Το μυαλό πια δε σκεφτόταν. Απλώς περίμενε τη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Σήκωσε το ακουστικό. Πάτησε βιαστικά 11 νούμερα. Περίμενε. Στο τρίτο "τουτ" μια ζωηρή γυναικεία φωνή αποκρίθηκε:
-"Παρακαλώ;"
-"Καλημέρα! Η κυρία Μ.;"
-"Η ίδια. Ποιος τη ζητεί;"
-"Είμαι ο..."
. . .
Η συνομιλία δεν κράτησε παραπάνω από 30 δευτερόλεπτα. Αφού κατέβασε το ακουστικό, σηκώθηκε, έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο και στάθηκε στο παράθυρο που κοίταζε προς μια από τις κεντρικότερες οδικές αρτηρίες της πόλης. Ανασήκωσε τις γρίλλιες και κοίταξε έξω από το τζάμι. Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Πέρα στο βάθος απλωνόταν η Δυτική πλευρά της πόλης. Το χιονισμένο βουνό έστεκε σιωπηλό και επιβλητικό στο φόντο και φάνταζε σαν το τείχος που προστάτευε την πόλη από κάθε λογής επίδοξο εισβολέα. Χάζεψε για μερικά λεπτά και τελικά επέστρεψε πίσω στη θέση του. Άνοιξε τον υπολογιστή. Συνδέθηκε με το Διαδίκτυο και πληκτρολόγησε μια ηλεκτρονική διεύθυνση και εν συνεχεία κάποιους κωδικούς πρόσβασης. Στάθηκε σκεφτικός για λίγο μπροστά σε ένα ολόλευκο πλαίσιο. Στη συνέχεια άρχισε αργά να πληκτρολογεί:
"Το δίλημμα.
Δεν το περίμενε. Δηλαδή το ότι ίσως θα εμφανιζόταν κάποιας μορφής δίλημμα..."
. . .
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home