Ο γάμος μου (by David Lynch)
(Ξανά)παντρεύτηκε και η Νικόλ... Άκουγα χθες στο ρεπορταζ του πιο δροσερού και νεανικού δελτίου ειδήσεων της ελληνικής τηλεόρασης όλα τα παραλειπόμενα από το γάμο στην Αυστραλία. Έμαθα λοιπόν από την καλή ρεπόρτερ Άννα-Μαρία-Χριστίνα Τσορμπατζίδου πως την σκηνοθετική επιμέλεια του γάμου της ανέλαβε ο γνωστός σκηνοθέτης Baz Luhrmann (γνωστός για 2 πράγματα σε μένα τουλάχιστον, για το Moulin Rouge και για το Sunscreen, το τραγούδι-απαγγελία με οδηγίες χρήσης για τη ζωή). Και σκεφτόμουν ποιος σκηνοθέτης θα ήταν ο κατάλληλος για να στήσει τον δικό μου γάμο. Συσκέφθηκα με τον εαυτό μου και το πόρισμα δεν άργησε να βγει: David Lynch φυσικά!
Τηλεφώνησα στον David, του ανακοίνωσα την επιθυμία μου κι εκείνος δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Μου ζήτησε λίγο χρόνο για να επεξεργαστεί το σενάριο και τη σκηνοθεσία της γαμήλιας τελετής και μου είπε ότι θα με έπαιρνε πίσω (τηλέφωνο) σε κανένα μισάωρο για να μου σκιαγραφήσει σε αδρές γραμμές τις ιδέες του σχετικά με το επικείμενο event του αιώνα (το γάμο μου ντε!). Μου έκανε μία ερώτηση μόνο, η οποία ήταν αν η νύφη έχει ήδη βρεθεί και όταν του αποκρίθηκα πώς όχι ακόμα είπε απλά: «Λαμπρά! Αυτό μου λύνει τα χέρια σε βαθμό που δε φαντάζεσαι»!
Μου ξανατηλεφώνησε μετά από καμιά ώρα και μου παρέθεσε όλες του τις σκέψεις. Συμφώνησα στον υπερθετικό βαθμό. «Το ήξερα ότι δεν θα με απογοήτευες, βρε συ Dave», του είπα. Ιδού λοιπόν σε σύνοψη το μεγαλοφυές του σενάριο για εκείνη τη βραδιά:
Η τελετή θα λάβει χώρα σε ένα παρεκκλήσι της αίρεσης των Ραελιανών πλησίον της Μονής Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος. Οι καλεσμένοι θα είναι ακριβώς 23, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Πρώτος θα καταφτάσω εγώ στον ιερό ναό καβάλα σε ένα ροζ παιδικό ποδήλατο με καλαθάκι στην μπροστινή πλευρά. Μες στο καλαθάκι θα βρίσκεται η ανθοδέσμη και μια ακέφαλη κούκλα. Θα φοράω μαύρα παπούτσια, μαύρα παντελόνια, μαύρο σακάκι και ένα έντονα κόκκινο ζιβάγκο. Θα ξεπεζέψω στον περίβολο του ναού και θα πάρω την ανθοδέσμη. Με το που αφήσω το ποδήλατο αυτό θα πέσει κάτω και θα διαλυθεί σε χίλια κομμάτια. Η αρχιτεκτονική του ναού θα παραπέμπει σε Μεγάλους Παλαιούς, Κθούλου και ημιβυθισμένη Ρ'λυε (βλέπε και Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ). Αποτρόπαιες γωνίες, τερατώδεις καμπύλες, βλάσφημα σχέδια, αποκρουστικές σκαλιστές μορφές, όλα τα σχετικά. Η πρωτοτυπία εδώ συνίσταται στο ότι θα φεγγοβολά ένα αρρωστημένο κιτρινιάρικο χρώμα το οποίο όμως θα αποκτά κατά καιρούς μωβ, πορφυρές και άλικες αποχρώσεις. Συμβολίζει την αύρα του «ζωντανού ναού του μεγάλου μυστηρίου» σύμφωνα με τον David.
Θα μπω στο εσωτερικό του ναού κρατώντας την ανθοδέσμη στο αριστερό μου χέρι. Ο ναός στο εσωτερικό του θα είναι ένα τυπικό παρεκκλήσι σαν αυτά που έχουμε δει τόσες και τόσες φορές σε αμερικάνικες ταινίες και σειρές. Θα επικρατεί νεκρική σιγή. Οι καλεσμένοι θα είναι όλοι ήδη καθισμένοι στις θέσεις τους. Η κάμερα στο σημείο εκείνο θα εστιάσει πάνω τους για να διαπιστωθεί έτσι πως δεν είναι οι ίδιοι οι καλεσμένοι παρόντες, αλλά κάποια πολύ παραστατικά κέρινα ομοιώματα τους, τύφλα να'χει η Μαντάμ Τισσό! Στα δε πρόσωπα όλων θα είναι ζωγραφισμένη μια έκφραση απόλυτου τρόμου. Εγώ θα προχωρήσω και θα σταθώ μπροστά από το ιερό παραμένοντας βλοσυρός κι ανέκφραστος. Θα περάσουν 2-3 λεπτά όπου τίποτα δε θα συμβεί. Τη νεκρική ακινησία και σιγή θα διακόψει η είσοδος του ιερέα. Θα μπει κι αυτός από την κεντρική είσοδο και θα έρθει και θα σταθεί μπροστά μου. Θα φοράει κατάλευκα άμφια τα οποία θα έχουν ένα μόνο σχέδιο στο μπροστινό τους μέρος. Αυτό θα είναι ο Εσταυρωμένος πάνω σε έναν τετραδιάστατο σταυρό, μια απομίμηση του γνωστού πίνακα του Νταλί. Ο παπάς θα μοιάζει εμφανισιακά...έχετε δει το CryBaby με τον Johnny Depp? Θα είναι σαν τον πρωταγωνιστή στην ταινία με το ίδιο τατουάζ δακρύων στην άκρη των ματιών, μόνο φανταστείτε τον καμιά 40αριά χρόνια γηραιότερο.
Ο παπάς θα παραμείνει αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα κοιτώντας με κατάματα. Ξαφνικά θα βγάλει από την τσέπη του ένα μικρό σε διαστάσεις, παλιό, μισοσκισμένο και με κιτρινισμένες σελίδες καφέ βιβλίο και θ'αρχίσει να ψέλνει μονότονα σε μία εντελώς ακατάληπτη γλώσσα. Μετά από λίγα λεπτά θα σταματήσει για να φωνάξει (σε καταληπτή γλώσσα, εννοείται): --«Η νύφη μπορεί τώρα να εισέλθει».
Καμία απάντηση.
-«Η νύφη μπορεί τώρα να εισέλθει», πιο δυνατά αυτή τη φορά.
Απόλυτη σιωπή κι αυτή τη φορά.
-«Η νύφη μπορεί τώρα να εισέλθει», με στεντόρεια φωνή. Η ηχώ που θα δημιουργηθεί θα δώσει έναν υποβλητικό τόνο στο όλο σκηνικό.
Αυτή τη φορά σαν απόκριση στο κάλεσμα του ιερέα θα έρθει μια στριγκλιά σαν κρώξιμο από την κατεύθυνση της οροφής της εκκλησίας. Ένα σκοινί θα ξεδιπλωθεί από την οροφή προς το πάτωμα. Και μια μαϊμού θα κατέβει. Η μαϊμού θα φοράει ένα πολύ ωραίο νυφικό. Η νύφη θα είναι η μαϊμού.
Θα έρθει και θα σταθεί δίπλα μου ακριβώς. Εγώ θα την κοιτάω με τρυφεράδα και στοργή. Θα σκύψω και θα της ψιθυρίσω στο αυτί: «Είσαι πολύ όμορφη σήμερα αγάπη μου. Εκείνη σε απάντηση θα σκούξει δυνατά, τόσο δυνατά που θα μπορούσε να ξεκουφάνει άνθρωπο. Ο παπάς θα πει: «Πάρε αγκαλιά τη νύφη, τέκνο μου, μη φοβάσαι, εδώ είναι ο οίκος του Θεού μας». Θα την πάρω αμεσως αγκαλιά, υπακούοντας στον ιερέα. «Ωραία», θα πει αυτός. «Και τώρα ήρθε η ώρα της χαρμόσυνης λειτουργίας. Φώτα, μουσική!».
Θα ακουστεί ο ήχος ενός μηχανισμού που τίθεται σε λειτουργία και μια ξύλινη ράμπα θα αρχίσει να κατεβαίνει πίσω από τον ιερέα. Πάνω σε αυτή θα βρίσκεται μια μπάντα που θα διαθέτει το στήσιμο, το ντύσιμο και το στάιλινγκ μιας τυπικής 50s-60s rock 'n roll μπάντας. Πάνω στο τύμπανο θα είναι γραμμένο το όνομα: The Blue Pixies. Θα είναι κενή μόνο η θέση του τραγουδιστή. Με το που φτάσει η ράμπα στο έδαφος και σταματήσει να ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος γκρου-γκρου της τροχαλίας, ο παπάς θα πετάξει τα άμφια από πάνω του, αποκαλύπτοντας μια ομοιόμορφη αμφίεση με αυτή της υπόλοιπης μπάντας και με μια θεατρική κίνηση θα πηδήξει πάνω στη ράμπα. Οι μουσικοί θα αρχίζουν να παίζουν τις πρώτες νότες από μια πολύ γνωστή 60s μπαλάντα του Roy Orbisson. Μετά από λίγο ο lead singer-ιερέας θάρχίσει να ερμηνεύει:«Only the lonely, shu-ba, shuba, shuba, know the way I feel tonight, shuba, shuba...». Εννοείται ότι τα shu-ba, shuba θα είναι τα cheesy backing vocals. Το γκρουπ θα συνεχίσει να παίζει το τραγούδι μέχρι που ξαφνικά ο ήχος ενός πυροβολισμού θα διακόψει απότομα το τραγούδι. Ο ιερέας θα πέσει νεκρός, χτυπημένος από μια σφαίρα στο δόξα πατρί. Θα τον έχει πυροβολήσει ο Σερίφης.
Όχι ο Γιάννης Σερίφης ούτε ο Θωμάς. Ο Σερίφης ήταν ο γυμνασιάρχης στο γυμνάσιο του γαμπρού. Αποκαλείτο έτσι λόγω του επιβλητικού παροουσιαστικού του. Πανύψηλος, 2 μέτρα με καμπούρα παρακαλώ, με τεράστια χέρια, πρόσωπο ανέκφραστο κι ένα βλέμμα δολοφονικό που θα έκανε και τον Τσαρλς Μπρόνσον να...σκιαχτεί. Όταν έμπαινε στην τάξη να διδάξει (αγωγή του πολίτη) ή να κάνει κάποια ανακοίνωση έπρεπε οι μαθητές να σηκωνόντουσαν όρθιοι. Το ίδιο κι όταν αποχωρούσε. Μια μοναδική φορά είχαν αποπειραθεί να κάνουν κατάληψη κάποιοι μαθητές επί των ημερών του και είχε σπάσει το λουκέτο με τα ίδια του τα χέρια. Ήταν ένας old school καθηγητής, βγαλμένος θαρρείς από το Νόμο 4000.
Τέλος απαραίτητης παρένθεσης. Ο Σερίφης ερχόμενος από πίσω μου θα προχωρήσει αργά και αποφασιστικά προς το μέρος μου. Αυτή τη φορά θα είναι όντως ντυμένος σα σερίφης από το Φαρ-Ουέστ με καπέλο, γιλέκο, τζιν, μπότες και ένα χρυσό αστέρι στο πέτο. Η κάννη από το πιστόλι που θα κρατάει στο χέρι του έχοντας μόλις πυροβολήσει τον ιερέα θα είναι ακόμη καπνισμένη. Εντωμεταξύ ο μηχανισμός της ράμπας θα έχει τεθεί ξανά σε λειτουργία ανεβάζοντας την ξανά προς τα πάνω και απομακρύνοντας την από το πλάνο με τους μουσικούς να παραμένουν ανέκφραστοι σαν να μην έχει γίνει απολύτως τίποτε ή σαν να γνωρίζουν ότι έχουν ήδη επιτελέσει το ρόλο τους με επιτυχία. Ο Σερίφης θα σταθεί μπροστά μου. Εγώ θα αφήσω κάτω τη μαϊμού με πολλή προσοχή και αυτή αφού θα βγάλει το νυφικό της κρώζοντας θα φύγει από την πόρτα. Εκείνος θα περιμένει να φύγει και θα μιλήσει:
-«Στο είχα πει [επίθετο] ότι αν με έβλεπες για δεύτερη φορά αφότου αποφοίτησες, πάει να πει ότι δεν τα κατάφερες»
Θα έστρεφε εν συνεχεία την ακόμη καπνισμένη κάννη προς το μέρος μου και θα πυροβολούσε. Ένα ξερό κλικ θα ακουγόταν. Το όπλο θα είναι άδειο.
-«Ούτε να πεθάνεις με αξιοπρέπεια και φορώντας τις μπότες σου δεν είσαι ικανός [επίθετο]». Αυτό θα έλεγε, θα έβαζε το εξάσφαιρο στη θήκη της ζώνης του και θα αποχωρούσε με βήμα σταθερό.
Εγώ θα απέμενα μόνος. Και τότε σ'ένα ξέσπασμα θα έπεφτα στα γόνατά μου θα άρπαζα το νυφικό που είχε αφήσει η μαϊμού στα χέρια μου και θα άρχιζα να κλαίω. Γοερά κι ακατάπαυστα. Θα έκλαιγα γιά ώρα πολλή μέχρι που να στερέψω από δάκρυα, να αδειάσω από τα πάντα, από όσα κρατούσα μέσα μου τόσα χρόνια.
Κι ύστερα θα σηκωνόμουν και θα έφευγα. Όπως θα έφτανα όμως στην πόρτα θα πάθαινα ένα ξεφνικό εγκεφαλικό και θα τιναζόμουν σαν να με χτύπησε αστραπή. Κι ύστερα απλά θα σωριαζόμουν στο έδαφος σαν ένα άδειο σακί από πατάτες...
Τηλεφώνησα στον David, του ανακοίνωσα την επιθυμία μου κι εκείνος δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Μου ζήτησε λίγο χρόνο για να επεξεργαστεί το σενάριο και τη σκηνοθεσία της γαμήλιας τελετής και μου είπε ότι θα με έπαιρνε πίσω (τηλέφωνο) σε κανένα μισάωρο για να μου σκιαγραφήσει σε αδρές γραμμές τις ιδέες του σχετικά με το επικείμενο event του αιώνα (το γάμο μου ντε!). Μου έκανε μία ερώτηση μόνο, η οποία ήταν αν η νύφη έχει ήδη βρεθεί και όταν του αποκρίθηκα πώς όχι ακόμα είπε απλά: «Λαμπρά! Αυτό μου λύνει τα χέρια σε βαθμό που δε φαντάζεσαι»!
Μου ξανατηλεφώνησε μετά από καμιά ώρα και μου παρέθεσε όλες του τις σκέψεις. Συμφώνησα στον υπερθετικό βαθμό. «Το ήξερα ότι δεν θα με απογοήτευες, βρε συ Dave», του είπα. Ιδού λοιπόν σε σύνοψη το μεγαλοφυές του σενάριο για εκείνη τη βραδιά:
Η τελετή θα λάβει χώρα σε ένα παρεκκλήσι της αίρεσης των Ραελιανών πλησίον της Μονής Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος. Οι καλεσμένοι θα είναι ακριβώς 23, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Πρώτος θα καταφτάσω εγώ στον ιερό ναό καβάλα σε ένα ροζ παιδικό ποδήλατο με καλαθάκι στην μπροστινή πλευρά. Μες στο καλαθάκι θα βρίσκεται η ανθοδέσμη και μια ακέφαλη κούκλα. Θα φοράω μαύρα παπούτσια, μαύρα παντελόνια, μαύρο σακάκι και ένα έντονα κόκκινο ζιβάγκο. Θα ξεπεζέψω στον περίβολο του ναού και θα πάρω την ανθοδέσμη. Με το που αφήσω το ποδήλατο αυτό θα πέσει κάτω και θα διαλυθεί σε χίλια κομμάτια. Η αρχιτεκτονική του ναού θα παραπέμπει σε Μεγάλους Παλαιούς, Κθούλου και ημιβυθισμένη Ρ'λυε (βλέπε και Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ). Αποτρόπαιες γωνίες, τερατώδεις καμπύλες, βλάσφημα σχέδια, αποκρουστικές σκαλιστές μορφές, όλα τα σχετικά. Η πρωτοτυπία εδώ συνίσταται στο ότι θα φεγγοβολά ένα αρρωστημένο κιτρινιάρικο χρώμα το οποίο όμως θα αποκτά κατά καιρούς μωβ, πορφυρές και άλικες αποχρώσεις. Συμβολίζει την αύρα του «ζωντανού ναού του μεγάλου μυστηρίου» σύμφωνα με τον David.
Θα μπω στο εσωτερικό του ναού κρατώντας την ανθοδέσμη στο αριστερό μου χέρι. Ο ναός στο εσωτερικό του θα είναι ένα τυπικό παρεκκλήσι σαν αυτά που έχουμε δει τόσες και τόσες φορές σε αμερικάνικες ταινίες και σειρές. Θα επικρατεί νεκρική σιγή. Οι καλεσμένοι θα είναι όλοι ήδη καθισμένοι στις θέσεις τους. Η κάμερα στο σημείο εκείνο θα εστιάσει πάνω τους για να διαπιστωθεί έτσι πως δεν είναι οι ίδιοι οι καλεσμένοι παρόντες, αλλά κάποια πολύ παραστατικά κέρινα ομοιώματα τους, τύφλα να'χει η Μαντάμ Τισσό! Στα δε πρόσωπα όλων θα είναι ζωγραφισμένη μια έκφραση απόλυτου τρόμου. Εγώ θα προχωρήσω και θα σταθώ μπροστά από το ιερό παραμένοντας βλοσυρός κι ανέκφραστος. Θα περάσουν 2-3 λεπτά όπου τίποτα δε θα συμβεί. Τη νεκρική ακινησία και σιγή θα διακόψει η είσοδος του ιερέα. Θα μπει κι αυτός από την κεντρική είσοδο και θα έρθει και θα σταθεί μπροστά μου. Θα φοράει κατάλευκα άμφια τα οποία θα έχουν ένα μόνο σχέδιο στο μπροστινό τους μέρος. Αυτό θα είναι ο Εσταυρωμένος πάνω σε έναν τετραδιάστατο σταυρό, μια απομίμηση του γνωστού πίνακα του Νταλί. Ο παπάς θα μοιάζει εμφανισιακά...έχετε δει το CryBaby με τον Johnny Depp? Θα είναι σαν τον πρωταγωνιστή στην ταινία με το ίδιο τατουάζ δακρύων στην άκρη των ματιών, μόνο φανταστείτε τον καμιά 40αριά χρόνια γηραιότερο.
Ο παπάς θα παραμείνει αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα κοιτώντας με κατάματα. Ξαφνικά θα βγάλει από την τσέπη του ένα μικρό σε διαστάσεις, παλιό, μισοσκισμένο και με κιτρινισμένες σελίδες καφέ βιβλίο και θ'αρχίσει να ψέλνει μονότονα σε μία εντελώς ακατάληπτη γλώσσα. Μετά από λίγα λεπτά θα σταματήσει για να φωνάξει (σε καταληπτή γλώσσα, εννοείται): --«Η νύφη μπορεί τώρα να εισέλθει».
Καμία απάντηση.
-«Η νύφη μπορεί τώρα να εισέλθει», πιο δυνατά αυτή τη φορά.
Απόλυτη σιωπή κι αυτή τη φορά.
-«Η νύφη μπορεί τώρα να εισέλθει», με στεντόρεια φωνή. Η ηχώ που θα δημιουργηθεί θα δώσει έναν υποβλητικό τόνο στο όλο σκηνικό.
Αυτή τη φορά σαν απόκριση στο κάλεσμα του ιερέα θα έρθει μια στριγκλιά σαν κρώξιμο από την κατεύθυνση της οροφής της εκκλησίας. Ένα σκοινί θα ξεδιπλωθεί από την οροφή προς το πάτωμα. Και μια μαϊμού θα κατέβει. Η μαϊμού θα φοράει ένα πολύ ωραίο νυφικό. Η νύφη θα είναι η μαϊμού.
Θα έρθει και θα σταθεί δίπλα μου ακριβώς. Εγώ θα την κοιτάω με τρυφεράδα και στοργή. Θα σκύψω και θα της ψιθυρίσω στο αυτί: «Είσαι πολύ όμορφη σήμερα αγάπη μου. Εκείνη σε απάντηση θα σκούξει δυνατά, τόσο δυνατά που θα μπορούσε να ξεκουφάνει άνθρωπο. Ο παπάς θα πει: «Πάρε αγκαλιά τη νύφη, τέκνο μου, μη φοβάσαι, εδώ είναι ο οίκος του Θεού μας». Θα την πάρω αμεσως αγκαλιά, υπακούοντας στον ιερέα. «Ωραία», θα πει αυτός. «Και τώρα ήρθε η ώρα της χαρμόσυνης λειτουργίας. Φώτα, μουσική!».
Θα ακουστεί ο ήχος ενός μηχανισμού που τίθεται σε λειτουργία και μια ξύλινη ράμπα θα αρχίσει να κατεβαίνει πίσω από τον ιερέα. Πάνω σε αυτή θα βρίσκεται μια μπάντα που θα διαθέτει το στήσιμο, το ντύσιμο και το στάιλινγκ μιας τυπικής 50s-60s rock 'n roll μπάντας. Πάνω στο τύμπανο θα είναι γραμμένο το όνομα: The Blue Pixies. Θα είναι κενή μόνο η θέση του τραγουδιστή. Με το που φτάσει η ράμπα στο έδαφος και σταματήσει να ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος γκρου-γκρου της τροχαλίας, ο παπάς θα πετάξει τα άμφια από πάνω του, αποκαλύπτοντας μια ομοιόμορφη αμφίεση με αυτή της υπόλοιπης μπάντας και με μια θεατρική κίνηση θα πηδήξει πάνω στη ράμπα. Οι μουσικοί θα αρχίζουν να παίζουν τις πρώτες νότες από μια πολύ γνωστή 60s μπαλάντα του Roy Orbisson. Μετά από λίγο ο lead singer-ιερέας θάρχίσει να ερμηνεύει:«Only the lonely, shu-ba, shuba, shuba, know the way I feel tonight, shuba, shuba...». Εννοείται ότι τα shu-ba, shuba θα είναι τα cheesy backing vocals. Το γκρουπ θα συνεχίσει να παίζει το τραγούδι μέχρι που ξαφνικά ο ήχος ενός πυροβολισμού θα διακόψει απότομα το τραγούδι. Ο ιερέας θα πέσει νεκρός, χτυπημένος από μια σφαίρα στο δόξα πατρί. Θα τον έχει πυροβολήσει ο Σερίφης.
Όχι ο Γιάννης Σερίφης ούτε ο Θωμάς. Ο Σερίφης ήταν ο γυμνασιάρχης στο γυμνάσιο του γαμπρού. Αποκαλείτο έτσι λόγω του επιβλητικού παροουσιαστικού του. Πανύψηλος, 2 μέτρα με καμπούρα παρακαλώ, με τεράστια χέρια, πρόσωπο ανέκφραστο κι ένα βλέμμα δολοφονικό που θα έκανε και τον Τσαρλς Μπρόνσον να...σκιαχτεί. Όταν έμπαινε στην τάξη να διδάξει (αγωγή του πολίτη) ή να κάνει κάποια ανακοίνωση έπρεπε οι μαθητές να σηκωνόντουσαν όρθιοι. Το ίδιο κι όταν αποχωρούσε. Μια μοναδική φορά είχαν αποπειραθεί να κάνουν κατάληψη κάποιοι μαθητές επί των ημερών του και είχε σπάσει το λουκέτο με τα ίδια του τα χέρια. Ήταν ένας old school καθηγητής, βγαλμένος θαρρείς από το Νόμο 4000.
Τέλος απαραίτητης παρένθεσης. Ο Σερίφης ερχόμενος από πίσω μου θα προχωρήσει αργά και αποφασιστικά προς το μέρος μου. Αυτή τη φορά θα είναι όντως ντυμένος σα σερίφης από το Φαρ-Ουέστ με καπέλο, γιλέκο, τζιν, μπότες και ένα χρυσό αστέρι στο πέτο. Η κάννη από το πιστόλι που θα κρατάει στο χέρι του έχοντας μόλις πυροβολήσει τον ιερέα θα είναι ακόμη καπνισμένη. Εντωμεταξύ ο μηχανισμός της ράμπας θα έχει τεθεί ξανά σε λειτουργία ανεβάζοντας την ξανά προς τα πάνω και απομακρύνοντας την από το πλάνο με τους μουσικούς να παραμένουν ανέκφραστοι σαν να μην έχει γίνει απολύτως τίποτε ή σαν να γνωρίζουν ότι έχουν ήδη επιτελέσει το ρόλο τους με επιτυχία. Ο Σερίφης θα σταθεί μπροστά μου. Εγώ θα αφήσω κάτω τη μαϊμού με πολλή προσοχή και αυτή αφού θα βγάλει το νυφικό της κρώζοντας θα φύγει από την πόρτα. Εκείνος θα περιμένει να φύγει και θα μιλήσει:
-«Στο είχα πει [επίθετο] ότι αν με έβλεπες για δεύτερη φορά αφότου αποφοίτησες, πάει να πει ότι δεν τα κατάφερες»
Θα έστρεφε εν συνεχεία την ακόμη καπνισμένη κάννη προς το μέρος μου και θα πυροβολούσε. Ένα ξερό κλικ θα ακουγόταν. Το όπλο θα είναι άδειο.
-«Ούτε να πεθάνεις με αξιοπρέπεια και φορώντας τις μπότες σου δεν είσαι ικανός [επίθετο]». Αυτό θα έλεγε, θα έβαζε το εξάσφαιρο στη θήκη της ζώνης του και θα αποχωρούσε με βήμα σταθερό.
Εγώ θα απέμενα μόνος. Και τότε σ'ένα ξέσπασμα θα έπεφτα στα γόνατά μου θα άρπαζα το νυφικό που είχε αφήσει η μαϊμού στα χέρια μου και θα άρχιζα να κλαίω. Γοερά κι ακατάπαυστα. Θα έκλαιγα γιά ώρα πολλή μέχρι που να στερέψω από δάκρυα, να αδειάσω από τα πάντα, από όσα κρατούσα μέσα μου τόσα χρόνια.
Κι ύστερα θα σηκωνόμουν και θα έφευγα. Όπως θα έφτανα όμως στην πόρτα θα πάθαινα ένα ξεφνικό εγκεφαλικό και θα τιναζόμουν σαν να με χτύπησε αστραπή. Κι ύστερα απλά θα σωριαζόμουν στο έδαφος σαν ένα άδειο σακί από πατάτες...